Όλοι έχουμε νιώσει κάποια στιγμή μια ενόχληση στον αγκώνα μας. Είτε από τραυματισμό είτε από “βαριές” εργασίες, ο πόνος στον αγκώνα δεν μας είναι άγνωστο αίσθημα!
Ο αγκώνας είναι μια σύνθετη και σταθερή άρθρωση, που σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αρθρώσεις και τους μύες του άνω άκρου, μας επιτρέπει να κάνουμε όλες τις κινήσεις που χρειαζόμαστε . Σχηματίζεται από την ένωση τριών οστών: του βραχίονα, της κερκίδας και της ωλένης.
Κάθε οστό μέσα στην άρθρωση καλύπτεται από ένα στρώμα χόνδρου, που επιτρέπει την ομαλή κίνηση, λειτουργεί σαν «μαξιλάρι» και βοηθά στην απορρόφηση των κραδασμών. Πέρα από το χόνδρο, τα οστά συνδέονται μεταξύ τους με ισχυρούς ιστούς που ονομάζονται «σύνδεσμοι». Τα οστά, επίσης, ενώνονται με τους μύες μέσω τενόντων που δίνουν κίνηση και κάνουν εφικτές όλες τις κινήσεις του άκρου.
Ωστόσο, λόγω της πολυπλοκότητάς του, ο αγκώνας είναι συχνά ευάλωτος σε τραυματισμούς και παθήσεις. Εάν, λοιπόν, συμβεί κάτι σε οποιοδήποτε από τα ανατομικά μέρη του αγκώνα, όπως επίσης και στα νεύρα ή τα αγγεία γύρω του, αυτό εκδηλώνεται με την εμφάνιση πόνου στην περιοχή.
Οι πιο σημαντικές παθήσεις από τις οποίες προέρχεται ο πόνος στον αγκώνα είναι:
Πόνος στον αγκώνα – Ωλένια Νευρίτιδα
Το ωλένιο νεύρο ελέγχει την αισθητικότητα και την κάμψη του καρπού και των δύο τελευταίων δακτύλων του χεριού. Το ωλένιο νεύρο κατά την πορεία του στον αγκώνα διέρχεται από ένα στενό πέρασμα, στην έσω πλευρά του αγκώνα. Η σταθεροποίηση του γίνεται από ένα συνδέσμου που σχηματίζει «σωλήνα» και το συγκρατεί στη θέση του.
Η Ωλένια Νευρίτιδα είναι μια πάθηση που οφείλεται σε πίεση του ωλένιου νεύρου στον αγκώνα. Όταν παραμεληθεί, το χέρι χάνει την ικανότητα να κάνει ακόμα και απλές εργασίες, όπως η πληκτρολόγηση ή το γράψιμο.
Τα συμπτώματα εμφανίζονται κυρίως στο μικρό δάκτυλο και τον παράμεσο και είναι εντονότερα όταν ο αγκώνας βρίσκεται σε κάμψη.
Τα πιο συχνά συμπτώματα είναι:
- Μούδιασμα ή πόνος στα δάκτυλα και στο χέρι
- Αδυναμία στην κάμψη του παράμεσου και του μικρού δακτύλου
- Πόνος σε περιοχές όπως ο ώμος, ο αγκώνας ή η ράχη του χεριού
- Μερική αδυναμία στην κάμψη του καρπού
Πρόληψη και αντιμετώπιση:
Στα αρχικά στάδια της πάθησης η θεραπεία είναι συντηρητική, χωρίς να χρειάζεται χειρουργική επέμβαση.
Η πρόληψη είναι σημαντική και περιλαμβάνει:
- αποφυγή της έντονης χρήσης του άκρου με τον αγκώνα σε κάμψη
- αποφυγή στήριξης επί του αγκώνα για παρατεταμένο χρονικό διάστημα
- αποφυγή εφαρμογής πίεσης επί της έσω επιφάνειας του αγκώνα
- αποφυγή κάμψης του αγκώνα κατά τη διάρκεια της νύχτας με τη χρήση ειδικού νάρθηκα
Οι ενέσεις κορτιζόνης θα ήταν καλό να αποφευχθεί λόγω της μεγάλης επικινδυνότητας πρόκλησης βλάβης στο νεύρο.
Όταν τα συμπτώματα γίνουν καθημερινά και έντονα η λύση είναι χειρουργική, με διάνοιξη του ωλένιου σωλήνα ώστε να δοθεί χώρος στο νεύρο.
Επικονδυλίτιδα
Η επικονδυλίτιδα είναι μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από εκφύλιση των τενόντων των μυών του πήχη, που προσφύονται στην έξω ή στην έσω επιφάνεια του αγκώνα. Εκδηλώνεται με πόνο και ευαισθησία κατά την ψηλάφηση της περιοχής.
Η επικονδυλίτιδα οφείλεται, συνήθως, στην υπερβολική χρήση των μυών του πήχη και είναι συχνότερη σε όσους παίζουν τένις («Αγκώνας των Τενιστών – Tennis Elbow»). Μπορεί, όμως, να προκληθεί και από άλλες δραστηριότητες που προκαλούν έντονη καταπόνηση των μυών του πήχη.
Τα πιο συχνά συμπτώματα της επικονδυλίτιδας είναι:
- Πόνος εσωτερικά ή εξωτερικά του αγκώνα που αντανακλά κατά μήκος του χεριού
- Αδυναμία του καρπού και δυσκολία σε απλές εργασίες
Αντιμετώπιση:
Η θεραπεία της επικονδυλίτιδας είναι συνήθως συντηρητική. Ξεκούραση και φυσικοθεραπεία είναι τα πρώτα βήματα που θα πρέπει να ακολουθούνται. Η χρήση νάρθηκα ανακουφίζει την περιοχή, ενώ χρήσιμη κρίνεται και η τοπική έγχυση κορτιζόνης λόγω της αντιφλεγμονώδους ιδιότητάς της. Σήμερα εφαρμόζουμε νεότερες βιολογικές θεραπείες, όπως εγχύσεις υαλουρονικού, πλάσματος και αιμοπεταλίων, με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Σε περίπτωση που η συντηρητική αγωγή δεν φανεί αποτελεσματική, τότε θα χρειαστεί να προσεγγιστεί η πάθηση χειρουργικά ώστε να απελευθερωθεί η πρόσφυση των τενόντων στην περιοχή του αγκώνα. Η χειρουργική θεραπεία μπορεί να γίνει είτε με τη μορφή ανοικτής τεχνικής, κάνοντας μια μικρή τομή στον αγκώνα είτε με την αρθροσκοπική τεχνική κατά την οποία μπορεί να ελεγχθεί και όλη η άρθρωση του αγκώνα.
Ρήξη Περιφερικού Τένοντα Δικεφάλου
Το «ποντίκι» είναι ο μυς του δικεφάλου που βρίσκεται στο πρόσθιο τμήμα του βραχίονα και βοηθά στην κάμψη του αγκώνα. Ο δικέφαλος βραχιόνιος μυς προσκολλάται στην κερκίδα μέσω ενός τένοντα, ο οποίος δρα σαν σχοινί στο τέλος του μυός.
Η ρήξη του περιφερικού τένοντα του δικέφαλου είναι μια σχετικά σπάνια πάθηση και αφορά την αποκόλληση του τένοντα από τη κερκίδα. Προκαλείται, σχεδόν πάντα, από μια ξαφνική και βίαιη σύσπαση του αγκώνα όπως για παράδειγμα, η ανύψωση αντικειμένων που είναι πολύ βαριά.
Συμπτώματα ρήξης περιφερικού τένοντα δικεφάλου:
Όταν ο τένοντας υποστεί ρήξη υπάρχει ξαφνικός και έντονος πόνος στην περιοχή ενώ δεν αποκλείεται η ρήξη να «ακουστεί». Με την πάροδο του χρόνου, άλλοι μύες στο χέρι προσπαθούν να αντισταθμίσουν την απώλεια δύναμης, οπότε ο βραχίονας παραμένει αρκετά λειτουργικός. Ωστόσο, περίπου το μισό της δύναμης του βραχίονα χάνεται όταν ο δικέφαλος σπάσει, γεγονός που καθιστά δύσκολη την εκτέλεση ορισμένων εργασιών, όπως το στρίψιμο ενός εργαλείου (π.χ. κατσαβίδι) με δύναμη.
Τα συνήθη συμπτώματα της ρήξης είναι:
- Οίδημα και μώλωπες γύρω από τον αγκώνα
- Δυσκολία στρέψης του αντιβραχίου
- Δυσκολία κάμψης του αγκώνα
- Διόγκωση στον βραχίονα όπου έχει συρρικνωθεί ο μυς του δικεφάλου
- Ξαφνικός πόνος στον αγκώνα μετά από τραυματισμό
Διάγνωση και αντιμετώπιση ρήξης περιφερικού τένοντα δικεφάλου:
Αν και η κλινική εικόνα βοηθά τον χειρουργό να βάλει τη διάγνωση της πάθησης, η διάγνωση γίνεται με απεικονιστικό έλεγχο μέσω μαγνητικής τομογραφίας ή υπέρηχο τα οποία επιβεβαιώνουν τη βλάβη.
Η χειρουργική επέμβαση είναι η μόνη επιλογή για όσους θέλουν να αποκαταστήσουν πλήρως τη λειτουργία του βραχίονα μετά από ρήξη του τένοντα του περιφερικού δικέφαλου.
Όσο πιο άμεσα γίνει η επέμβαση τόσο λιγότερες οι πιθανότητες για επιπλοκές από την ανάπτυξη ουλώδους ιστού γύρω από τον τένοντα και τους μυς. Εάν η ρήξη χρονίσει ενδέχεται η άμεση συρραφή να μην είναι εφικτή και να απαιτηθεί κάποια τεχνική ανακατασκευής με τενόντιο μόσχευμα.
Υπάρχουν δύο χειρουργικές επιλογές καθήλωσης του περιφερικού τένοντα του δικέφαλου στο αντιβράχιο. Και οι δύο χειρουργικές επεμβάσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν χρησιμοποιώντας ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές.
Οι επιλογές αυτές είναι:
1. Συρραφή και επανακαθήλωση του περιφερικού τένοντα με τη χρήση οστικών αγκυρών που τοποθετούνται στην κερκίδα.
2. Τοποθέτηση μικρής μεταλλικής συσκευής που μοιάζει με κουμπί, για τη σταθεροποίηση του τένοντα στην κερκίδα.
Σε κάθε περίπτωση, μετά τη χειρουργική επέμβαση θα χρειαστεί ήπια φυσιοθεραπεία για να εξασφαλιστεί η βέλτιστη ανάρρωση.
Εάν παρουσιάζετε κάποιο από τα παραπάνω συμπτώματα ή υποφέρετε από κάποια πάθηση του αγκώνα, κλείστε άμεσα ένα ραντεβού για εξέταση.