Η πάθηση είναι πολύ συχνή στους μεσήλικες αλλά και στους νεαρούς αθλητές που σηκώνουν επανειλημμένα τους βραχίονες πάνω από το κεφάλι, όπως ακοντιστές, κολυμβητές, τενίστες, κ.α. Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οποιαδήποτε δραστηριότητα η εργασία απαιτεί επανειλημμένη κίνηση των χεριών πάνω από το κεφάλι μπορεί να προκαλέσει πόνο στον ώμο.
Στα αρχικά στάδια τα συμπτώματα είναι ήπια με αποτέλεσμα οι ασθενείς σπάνια να αναζητούν ιατρική βοήθεια. Καθώς εξελίσσεται η πάθηση οι ασθενείς παρουσιάζουν:
Η διάγνωση του συνδρόμου γίνεται από το ιστορικό του ασθενούς και την κλινική εξέταση. Οι απλές ακτινογραφίες αναδεικνύουν στις οστικές άκανθες που προκαλούν προστριβή του πετάλου (εικ. 4). Επίσης με τις απλές ακτινογραφίες βλέπουμε αν υπάρχει αρθρίτιδα στην άρθρωση του ώμου και στην ακρωμιοκλειδική άρθρωση. Αν υπάρχει κλινική υποψία ρήξης του πετάλου, λόγω αδυναμίας του άκρου, αυτή μπορεί να επιβεβαιωθεί με τη βοήθεια της Μαγνητικής Τομογραφίας.
Η θεραπεία της πάθησης διακρίνεται σε συντηρητική και χειρουργική. Στα αρχικά στάδια και εφόσον ο πόνος είναι ήπιος μπορούν να βοηθήσουν τα αντιφλεγονώδη φάρμακα και η φυσιοθεραπεία. Η φυσιοθεραπεία είναι σημαντική στο στάδιο αυτό γιατί βοηθάει να βελτιωθεί η κίνηση του ώμου και ταυτόχρονα έχει σκοπό την ενδυνάμωση των μυών του τενοντίου πετάλου. Σε περίπτωση που τα αντιφλεγμονώδη δεν παρέχουν την αναμενόμενη βελτίωση τότε μπορούμε να προχωρήσουμε σε ενδαρθρική ένεση κορτιζόνης. Οι ενέσεις αυτές βοηθούν να υποχωρήσει ο ερεθισμός και έχουν απόλυτα τοπική δράση χωρίς τις συστηματικές επιπλοκές της κορτιζόνης. Επανειλημμένες ενέσεις (πάνω από 2-3 ετησίως) σημαίνει αποτυχία της συντηρητικής θεραπείας και η λύση πρέπει να αναζητηθεί χειρουργικά. Επίσης οι ενέσεις πρέπει να αποφεύγονται στην περίπτωση της ρήξης του τενοντίου πετάλου γιατί είναι αναποτελεσματικές.
Στην περίπτωση αποτυχίας της συντηρητικής θεραπείας ένδειξη έχει η χειρουργική αντιμετώπιση. Όταν πρόκειται αποκλειστικά και μόνο για σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής η θεραπεία είναι η αποσυμπίεση του υπακρωμιακού χώρου αρθροσκοπικά (εικ. 5). Με τη βοήθεια του αρθροσκοπίου εκτελείται εκτενής καθαρισμός του υπακρωμιακού χώρου που περιλαμβάνει την αφαίρεση του ερεθισμένου ορογόνου θυλάκου, των οστικών ακανθών που προκαλούν προστριβή και του προσθίου τμήματος του ακρωμίου με σκοπό την διεύρυνση του χώρου έτσι ώστε το τενόντιο πέταλο να κινείται πιο ελεύθερα. Επίσης με το αρθροσκόπιο ελέγχονται και οι υπόλοιπες ανατομικές δομές μέσα στον ωμό και αν υπάρχει πρόβλημα μπορεί να διορθωθεί με τις ανάλογες τεχνικές.
Στην περίπτωση της ρήξης του τενοντίου πετάλου η θεραπεία είναι η αποκατάσταση της συνέχειας του με επανακαθήλωση αυτού στην ανατομική του θέση με τη βοήθεια οστικών αγκυρών (εικ. 6). Η επιδιόρθωση μπορεί να γίνει αρθροσκοπικά (εικ. 7). Οι πολύ μεγάλες ρήξεις είναι τεχνικά δύσκολο να αντιμετωπιστούν αρθροσκοπικά και πολλές φορές χρειάζεται να γίνει ανοικτή αποκατάσταση αυτών μέσω μιας μικρής τομής στον ώμο. Η επέμβαση γίνεται με γενική αναισθησία. Ο ασθενής μπορεί να πάει στο σπίτι του την ίδια μέρα ή την επόμενη.
Όταν πρόκειται για σύνδρομο προστριβής ο ασθενής έχει το χειρουργημένο άκρο κρεμασμένο σε ανάρτηση για 10 ημέρες μέχρι να βγουν τα ράμματα, και μπορεί να αρχίσει φυσιοθεραπεία την ημέρα μετά από το χειρουργείο. Στην περίπτωση της ρήξης του τενοντίου πετάλου ο ασθενής έχει το άκρο σε απαγωγή, μακρια από το σώμα του, με τη βοήθεια ενός νάρθηκα. Ο ασθενής αρχίζει φυσιοθεραπεία ανάλογα με το μέγεθος της ρήξης που είχε, σε 2-4 εβδομάδες από το χειρουργείο, πρώτα με παθητικές κινήσεις στον ώμο και σταδιακά προχωράει σε ενεργητική κίνηση.